- τηλεπαρουσιαστής
- ο, θηλ. τηλεπαρουσιάστρια, Νο παρουσιαστής προγραμμάτων τηλεόρασης, ιδίως τών δελτίων ειδήσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)-* + παρουσιαστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλεπαρουσιαστής — ο θηλ. τηλεπαρουσιάστρια αυτός που παρουσιάζει ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek